μεγαλοπρεπώς

μεγαλοπρεπώς
(ΑM μεγαλοπρεπῶς)
επίρρ. βλ. μεγαλοπρεπής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοπρεπῶς — μεγαλοπρεπής befitting a great man adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρεπής — ές και μεγαλόπρεπος, η, ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, ές) 1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ ἀληθείας», Πλάτ.) 2. (για ύφος) υψηλός 3. το… …   Dictionary of Greek

  • велелѣпѣ — (1*) нар. Роскошно: д҃ши же очiщенье скрывати. и долѣшнии же работѣ свободы просити. вышнии же не хотѣти. и ˫ако же оуселишисѩ велелѣпѣ. или одежишисѩ все творити потщанье. (μεγαλοπρεπῶς) ГБ XIV, 30в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • великолѣпьнѣ — (3) нар. С великолепием: и пришедше кр(с)ти˫ани. ч(с)тнѣ. и великолепнѣ. погрѣбоша мощи ѥго. Пр 1383, 33г; ч(с)тное же купно тѣло ею великолѣпнѣ въ цр҃кви положиша. (μεγαλοπρεπῶς) ЖВИ XIV XV, 135в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вельлѣпьнѣ — (1*) нар. Величественно: нъ ѥже почьстивъше вельлѣпьнѣ ѡц҃ѩ и мл҃твоу приѩти ѡ(т) нѥго. (μεγαλοπρεπῶς) ЖФСт XII, 143 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έμπρακτος — η, ο (AM ἔμπρακτος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.») 2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο μσν. (νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • θριαμβικός — ή, ό (ΑΜ θριαμβικός, ή, όν, θηλ. και θριαμβίς) [θρίαμβος]·1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή αναφέρεται στον θρίαμβο («έχει θριαμβικό χαρακτήρα») 2. μεγαλοπρεπής αρχ. (για στρατηγούς) αυτός που έχει τελέσει θρίαμβο. επίρρ... θριαμβικώς και ά (ΑΜ… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • μεγαλομερής — μεγαλομερής, ές (Α) 1. αυτός που συνίσταται από μεγάλα μέρη («τῶν περὶ τὸ σῶμα ὑγρῶν μεγαλομερέστερα εἰσιόντα», Πλάτ.) 2. μεγαλοπρεπής, πολυτελής. επίρρ... μεγαλομερῶς (Α) 1. με μεγαλομερή σύσταση 2. μεγαλοπρεπώς («ὁ δῆμος μεγαλομερῶς ἐψηφίσατο» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”